ΑΘΗΝΑ 19ος αιώνας
:Δρόμοι: Κυρίως χωματόδρομοι, χωρίς φωτισμό (που και που κάποιο φανάρι ασετιλίνης κι αυτό στα πολύ κεντρικά μέρη) , πνιγμένοι στην λάσπη τον χειμώνα
και την σκόνη το καλοκαίρι.
Η συγκοινωνία λοιπόν ήταν αξιοθρήνητη άμαξες ,
λαντρώ μόνιππα για τους λίγους , αραμπάδες , σούστες κάρα για την μεσαία τάξη, γαϊδουράκια και φυσικά τα ποδαράκια του για τον λαό, φυσικά όλα αυτά τα ζώα αποπατούσαν στους δρόμους και οι Αθηναίοι τσαλαβουτούσαν στο ζωικό σκατολοίδη.
Κατοικίες : Όλα ήταν σπάνια ακόμα και στις εύπορες οικογένειες, λίγο φως , λίγη θέρμανση, λίγα ρούχα, λίγη καθαριότητα.
Αγορά: Η εμπορική ζωή περιορίζεται σε πολύ λίγα μαγαζιά και σ αυτά οι όροι
υγιεινής ήταν ανύπαρκτοι πχ κρέατα σε τσιγκέλια και η μύγα κοπάδι επάνω
και όλα γίνονται από γυρολόγους που διαλαλούν το εμπόρευμά τους πχ
η πώληση του γάλακτος γινόταν με άρμεγμα "παρουσία" του πελάτη της κατσίκας, γαϊδουράκια με όλα τα είδη διερχόντουσαν τους δρόμους και πουλούσαν
από κανάτια μέχρι φουρκέτες.Νερό : Υπήρχε για δύο επίπεδα ανθρώπους :Α. Οι πλούσιοι αγόραζαν στην Αθήνα «Υδωρ Αμαρουσίου» και στον Πειραιά νερό Πόρου προς πενήντα λεπτά το σταμνί από νερουλάδες.
Β. Ο λαός έπαιρναν το νεράκι τους από πηγάδια, εκεί μαζευόντουσαν στάμνες , βαρελάκια κλπ μέσα συλλογής και οι καυγάδες για το ζήτημα της σειράς γινόταν
το έλα να δεις, ή από διανομές που γινόταν με οχήματα (σούστες) δύο φορές την εβδομάδα που διαρκούσαν κανένα δίωρο.
Από αυτά αντιλαμβάνεσαι ότι η προσωπική υγιεινή ήταν μια πολύ μακρινή
υπόθεση για τους Έλληνες.
Σε αυτό το σκηνικό αναπτύχθηκε μια κατηγορία νονών που ταλαιπωρούσαν
τους δυστηχείς Έλληνες τα…………κουτσαβάκια.
ΤΑ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ
Ήταν περιθωριακά/ταραχοποιά στοιχεία είχαν δικό τους κώδικα επικοινωνίας και ενδυματολογίας, ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" και σύχναζαν στα καφενεία της Πλ.Ηρώων στου Ψυρρή και ειδικότερα στου "Καποδίστρια" της οδού Μιαούλη.
Τύποι με μακριές μουστάκες, αφόρετο το ένα μανίκι του σακακιού τους και μυτερά παπούτσια σουβλιστά που η άκρη της γύριζε στριφογυριστά προς τα πάνω, ήταν εγκατεστημένοι στα φτωχόσπιτα του Ψυρρή . Σύμφωνα με μία εκδοχή ο λόγος που είχαν αφόρετο το μανίκι του σακακιού τους ήταν για να προλάβουν σε περίπτωση επίθεσης από μέλος άλλης συμμορίας να τυλίξουν το χέρι τους και να
το προτάξουν για να προστατευτούν από το μαχαίρωμα
(αφού τα αλληλομαχαιρώματα ήταν σύνηθες φαινόμενο).
Η εφημερίδα "Ακρόπολις" αναφέρει πως ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" επειδή κούτσαιναν εξ αιτίας τραύματος που έγινε δήθεν σε συμπλοκή με την αστυνομία.
Μια άλλη εκδοχή σύμφωνα με την εφημερίδα "Σκρίπ" είναι πως το όνομα
το πήραν από έναν Πειραιώτη, τον Δημήτρη Κουτσαβάκη, έναν καβγατζή
δεκανέα του ιππικού ο οποίος έγινε αρχηγός παρέας που κατέβαιναν κάθε
τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι' έσπαζαν στο ξύλο τους πρώην...
συναδέλφους τους.
Πέραν τούτων όμως υπήρχαν και οι τραμπούκοι που χρησιμοποιούντο από τους πολιτικούς για να επιβάλουν δυναμικά τις απόψεις τους, οι Αθηναίοι του 1890 στέναζαν από τους εν λόγω παρακρατικούς.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Φορούσαν μαύρο σακάκι, αλλά το φορούσαν μόνο απ’ το αριστερό μανίκι.
Είχαν ριγέ χρωματιστό παντελόνι, που ήταν πολύ φαρδύ στα σκέλη, αλλά και πολύ στενό στους αστράγαλους. Στη μέση τους είχαν ζωσμένο ένα πολύ πλατύ και πολύπτυχο ζωνάρι, όπου τοποθετούσαν, τόσο τα όπλα τους (συνήθως κουμπούρες
ή φοβερές αμφίστομες κάμες), όσο και τα καπνιστικά τους είδη.
Στο κεφάλι φορούσαν μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ όμως πένθος που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη». Υποτίθετο, ότι το πένθος αυτό το όφειλαν στον ανύπαρκτο θάνατο κάποιου συγγενούς ή στενού φίλου, που κι εκείνος κατά την έκφραση του Θουκυδίδη «εσιδηροφόρει» σαν αυτούς, που ήταν κι εκείνος
«μάγκας βαρύς κι ασήκωτος», που φορούσε αναρριχτό σακάκι, αλλά και είχε
πέσει νεκρός κατά την εκτέλεση κάποιας γενναίας πράξης, αλησμόνητο θύμα για στιγμές γεμάτες φιλότιμο.
Τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, να ρολάρει νόμισμα από κάτω, στενά και μυτερά, που έπρεπε να είναι ανορθωμένα μπροστά
στην άκρη, σαν ρύγχος. Κι έπρεπε να είναι πολύ τριζάτα.
Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη
αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων.
Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα, στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν πραγματικά γένια.
Οι Κουτσαβάκηδες βάδιζαν λικνιστά, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα δεξιά και κουνώντας τα χέρια τους. Είχαν σχεδόν πάντα, ύφος βλοσυρό. Κάθε τόσο όμως αναστέναζαν, θέλοντας να δείξουν ότι έκρυβαν στην καρδιά τους κάποιο βαρύ «ντέρτι», δηλαδή στενοχώρια.
Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι (πράγμα εύκολο, γιατί τα στιβάλια ήταν με λάστιχο) και τοποθετούσαν έπειτα το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως όμως κάρφωναν και την κάμα τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση.
Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους)
χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση«Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».
Οι κακοποιοί εκείνοι, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι, έκαναν κάθε
είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες. Κανένας δεν τολμούσε να αντιδράσει. Και το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό,
παρέμεινε ατιμώρητο, ενώ οι φορείς του πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου